- παταγοδρόμος
- πᾰτᾰγοδρόμος, ον,A clattering as it runs, Orph.H.20.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παταγοδρόμος — ον, Α αυτός που καθώς τρέχει κάνει θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάταγος + δρόμος (< δρόμος)] … Dictionary of Greek
παταγοδρόμωι — παταγοδρόμῳ , παταγοδρόμος clattering as it runs masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)